- θολερός
- -ή, -ό (ΑΜ θολερός, -ά, -όν) [θολός]νεοελλ.1. θολός, ημιδιαφανής, θαμπός2. σκιερός3. (εντομ.) το θηλ. ως ουσ. η θολεράγένος λεπιδόπτερων εντόμωναρχ.1. (για υγρά και για ταραγμένο νερό) α) λασπώδης, βορβορώδης, ταραγμένοςβ) σκοτεινός, ομιχλώδης, αδιαφανήςγ) ακάθαρτος, ρυπαρός2. μτφ. ταραγμένος από πάθος ή μανία, συγκεχυμένος («θολεροὶ λόγοι», Σοφ).3. εξοργισμένος, οργίλος4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θολερόνη θολερότητα.επίρρ...θολερώς και θολερά (Α θολερῶς)με θολερό τρόπο, σκοτεινά, θαμπά.
Dictionary of Greek. 2013.